- κατάσταση
- (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή διακρίνεται σε άμορφη, η οποία χαρακτηρίζεται από την ισοτροπία της ύλης, και σε κρυσταλλική, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανισοτροπία της. Κρίσιμηκ. ενός σώματος είναι η κ. του σώματος στην κρίσιμη θερμοκρασία και πίεσή του, δηλαδή σε συνθήκες κατά τις οποίες το υγρό και o κεκορεσμένος ατμός του σώματος βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία. Η θεμελιώδης κ. αναφέρεται στις συνθήκες ενέργειας στις οποίες βρίσκεται ένα νουκλεόνιο, ένας ατομικός πυρήνας, ένα ηλεκτρόνιο ή ένα μόριο. Ο όρος διεγερμένη κ. χρησιμοποιείται για την κ. του πυρήνα, που χαρακτηρίζεται από υψηλότερη ενέργεια από ό,τι η θεμελιώδης κ. του. Η μετάβαση σε έναν πυρήνα από μια διεγερμένη κ. (βλ. λ. διέγερση) στη θεμελιώδη συντελείται με εκπομπή ακτίνων γάμμα (φωτόνια). Η ουδέτερη κ. είναι όρος της ηλεκτρολογίας και αναφέρεται στην κ. ενός σώματος ή ενός συστήματος σωμάτων, στην οποία το σύνολο των ποσοτήτων ηλεκτρισμού αρνητικού ή θετικού σημείου είναι ίσες.
* * *η (AM κατάστασις) [καθίστημι]ο τρόπος ύπαρξης, ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι σε ορισμένο τόπο ή χρόνονεοελλ.1. οι φυσικές ή κοινωνικές ή άλλες συνθήκες σε δεδομένη στιγμή2. φυσ. η βασική μορφή τών υλικών σωμάτων ως στερεών, υγρών, αερίων, πλάσματος («αέρια κατάσταση»)3. στρ. θέση σε σχέση με την υπηρεσία («κατάσταση διαθεσιμότητας»)4. κατάλογος ή πίνακας με ονόματα προσώπων ή πραγμάτων5. φρ. α) «κατάσταση πολιορκίας» — κρίσιμη στιγμή που για την αντιμετώπισή της πρέπει να ληφθούν έκτακτα μέτραβ) «είμαι σε κατάσταση» — είμαι σε θέση, μπορώ ναγ) «η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο» — οι συνθήκες ζωής κατάντησαν ανυπόφορεςδ) «πολιτική κατάσταση» — το σύνολο τών πολιτικών ζυμώσεων και οι διαφοροποιήσεις που προέρχονται από αυτέςε) «οικονομική κατάσταση» — τα οικονομικά τού κράτους ή διαφόρων ατόμωνστ) «ατμοσφαιρική κατάσταση» — οι καιρικές συνθήκεςζ) «εμπόλεμη κατάσταση» — οι συνθήκες που επικρατούν μετά την κήρυξη τού πολέμουη) «κατάσταση πραγμάτων» — όπως είναι τα πράγματαθ) «δεν είναι κατάσταση αυτή» — για κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτό πλέονι) «κατάσταση προσώπου» — η θέση που κατέχει το άτομο στο Δίκαιο από την άποψη τής προσωπικότητας, δηλ. τής ικανότητας να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεωναρχ.1. διάταξη, σύσταση, εγκαθίδρυση2. η εγκαθίδρυση σε κάποιο αξίωμα, η εγκατάσταση τών αρχών3. (στην Αθήνα) η εκλογή και κατάταξη τών πολιτών στους ιππείς καθώς και το χρηματικό ποσό που έπαιρναν από το δημόσιο ταμείο για εξάρτυση τού αλόγου4. παρουσίαση, εισαγωγή ξένων πρέσβεων ενώπιον τής βουλής ή τού δήμου5. η υπεράσπιση μιας υπόθεσης, συνηγορία6. εξιστόρηση7. καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση8. μανία9. επανόρθωση, αποκατάσταση10. ανάταξη11. (ρητ.) ο καθορισμός τής υπόθεσης, το πρώτο μέρος τής διήγησης μετά το προοίμιο στο οποίο ο ρήτορας κατατόπιζε τους δικαστές για την υπόθεση12. σταθερότητα, διατήρηση13. η τοποθέτηση στρατευμάτων στη μάχη14. γραμμ. σύνταξη15. φρ. «κατάσταση ἐγγυητῶν» — το να παρέχει κάποιος εγγυητές.
Dictionary of Greek. 2013.